- βόσκ'
- βόσκε , βόσκωfeedpres imperat act 2nd sgβόσκε , βόσκωfeedimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμποδώνω — ἐμποδώνω και ἀμποδώνω (Μ) εμποδίζω («να τσ ἀμποδώσει στην στράτα αὐτὴν λογιάζει», Πιστ. Βοσκ.) … Dictionary of Greek
κοπρεών — κοπρεών, ώνος, ὁ (Μ) κοπρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. εών (πρβλ. ανθ εών, βοσκ εών)] … Dictionary of Greek
νιώμα — το [νιώθω] 1. αίσθηση 2. ψυχή («εις δύο συνηβασμένα θελήματα ένα νιώμα», Πιστ. βοσκ.) … Dictionary of Greek
προβατών — και προβατεών, και προβατιών, ῶνος, ό, Α μάνδρα προβάτων, μαντρί, στάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον / προβάτιον + κατάλ. εών / ών (πρβλ. βοσκ εών)] … Dictionary of Greek
τοκεών — ῶνος, ὁ, Α τοκεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + επίθημα εών (πρβλ. βοσκ εών)] … Dictionary of Greek
φιληλιάς — άδος, ἡ, Α αυτή που αγαπά τον ήλιο, που τής αρέσει ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἥλιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. βοσκ άς)] … Dictionary of Greek